- ευστομώ
- εὐστομῶ, -έω (Α)1. [εύστομος]1. (για αηδόνι) κελαηδώ ωραία («ἠκροῶντο δὲ ὥσπερ εὐστομούσης ἀηδόνος», Φιλόστρ.)2. (για πρόσ.) μιλώ με καθαρή προφορά («πρῶτον μὲν εὐθὺς εὐστομεῑν διδάσκεται τέρπων ἅπαντας», Λουκιαν.)3. (για νόμο) είμαι σαφής4. λέγω λέξεις που προοιωνίζουν καλά, ευφημώ5. λέγω καλά λόγια για κάποιον («τοὺς μὲν παῑδας κελεύομεν εὐστομεῑν», Αριστείδ.).
Dictionary of Greek. 2013.